- θαλασσοδάνειο
- το1. βαρύτοκο και συνεπώς επισφαλές δάνειο που δίνεται σε ναυτικούς.2. δάνειο που δεν πρόκειται να επιστραφεί: Να σου λείπουν τα θαλασσοδάνεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.